αιμοχρωστικός

αιμοχρωστικός
-ή, -ό
αυτός που δίνει στο αίμα το κόκκινο χρώμα, π. χ. «αιμοχρωστική ουσία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + χρωστικό
η λ. πλάστηκε από τον γιατρό Γεώργ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”